Σχολές Γονέων

Πολλοί γονείς ακούνε τον όρο 'Σχολές Γονέων' και αναρωτιούνται περί τίνος πρόκειται. Είναι γεγονός πως έχουν δανειστεί διάφοροι σύλλογοι-φορείς παρεμφερείς όρους προκειμένου να περιγράψουν αυτό που κάνουν οι Σχολές Γονέων, με αποτέλεσμα συχνά να επικρατεί μία σύγχιση γύρω από το θέμα.
Η Μαρία Χουρδάκη είναι εκείνη που στις 17 Γενάρη του 1962 έκανε την πρώτη διάλεξη για τις Σχολές Γονέων στην Αθήνα. Εγγράφησαν 300 Αθηναίοι, οι οποίοι με παγκόσμιο ρεκόρ ήθελαν να παρακολουθήσουν τις εργασίες της και τη συμβουλευτική της. Ακολούθησε η ίδρυση του Πανελλήνιου Συνδέσμου Σχολών Γονέων, ο οποίος λειτουργεί με επιτυχία μέχρι και σήμερα και έχει την ευθύνη για τον συντονισμό της λειτουργίας των Σχολών Γονέων σε όλη την Ελλάδα.
Η δράση των Σχολών Γονέων εστιάζει στην αλληλένδετη ενημέρωση και διαμόρφωση-διαφοροποίηση των γονέων.
Η ενημέρωση γίνεται μέσα από μελέτες και πληθώρα ερευνών σχετικά με την ψυχολογία της οικογένειας, ενώ η διαφοροποίηση προέρχεται από την προσωπική αναζήτηση του καθενός, την ωρίμανσή του, την αποδοχή της κατάστασής του και των προβλημάτων του, καθώς και τον διαφωτισμό όσο αφορά στις σχέσεις του με τα υπόλοιπα μέλη του οικογενειακού του περιβάλλοντος.
Εξάλλου κανείς δεν γεννιέται έτοιμος να γίνει γονιός και να μπορεί να ανταπεξέλθει στον ρόλο αυτό, ειδικά μάλιστα σε εποχές ιδιαίτερα δύσκολες και απαιτητικές.
Η F.I.E.P. (Διεθνής Ομοσπονδία για την Εκπαίδευση των Γονέων) κατέληξε πως  το αποδοτικότερο σχήμα είναι αυτό της εργασίας με ομάδες ατόμων (γκρουπ).
Στο γκρουπ αυτο, κάθε γονέας είναι ελεύθερος να εκφραστεί και να παραθέσει τον προβληματισμό του, τις εμπειρίες του, να ακούσει τις θέσεις και απόψεις των υπόλοιπων μελών, και τέλος να ακουστούν και οι επιστημονικές θέσεις του συντονιστή της ομάδας. 
Η ομάδα ξεκινάει κάθε Οκτώβρη και κρατάει έως τον Μάιο, σε μία ατμόσφαιρα η οποία με το πέρας του χρόνου γίνεται όλο και πιο οικεία. Οι συναντήσεις έχουν διάρκεια 1,5 ώρα, σε εβδομαδιαία, σταθερή βάση.

                                                                                                                   Μαρία Κωνσταντινοπούλου

Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση

Ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα έχει ένα θέμα ταμπού για τους περισσότερους γονείς. Πώς να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους σχετικά με τα σεξουαλικά ζητήματα. Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση είναι κομμάτι της γενικότερης εκπαίδευσης των παιδιών και θα έπρεπε να είναι μέρος της εκπαίδευσης στο σχολείο. Δυστυχώς όμως ελάχιστα είναι τα σχολεία εκείνα που δίνουν προσοχή σε αυτό το ζήτημα οπότε η οικογένεια είναι εκείνη που θα πρέπει να αναλάβει την ενημέρωση αυτή.
Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση δεν περικλύει μόνο θέματα σεξουαλικών σχέσεων, αλλά και θέματα ηθικής, ιδανικών και αξιών, προτιμήσεων, αμοιβαίο σεβασμό και σεβασμό στη διαφορετικότητα, αποδοχή και αγάπη. Ήδη στην ηλικία των 3 χρόνων, τα παιδιά είναι αρκετά ώριμα για να τους μιλήσουμε για σημαντικές αξίες καθώς και τις διαφορετικές μορφές αγάπης. Εξάλλου, βασικό στοιχείο της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης είναι ο σεβασμός στην σεξουαλικότητα και τις σεξουαλικές σχέσεις.
Είναι απαραίτητο τα παιδιά να ξέρουν τους τρόπους που διασφαλίζουν την ασφάλειά τους και ισορροπία τους τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Θα πρέπει να τα μάθουμε να σκέφτονται με κριτικό τρόπο καθώς επίσης να έχουμε καταφέρει να αναπτύξουμε μία σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους έτσι ώστε να στραφούν σε εμάς όταν θεωρήσουν πως ίσως κάτι δεν παέι καλά ή τουλάχιστον ξεφεύγει από αυτά που έως τώρα ξέρουν και τους είναι οικεία. Καλό είναι να ξεκινήσουμε με το παιδί μας να συζητάμε με ειλικρίνεια και σαφήνεια εις βάθους θέματα τα οποία συχνά δεν μας είναι ευχάριστα και μας προκαλούν αμηχανία. Μέσα από αυτόν τον δρόμο τελικά θα καταφέρουμε να χτίσουμε μία σχέση εμπιστοσύνης μαζί του, να το ενημερώσουμε και κατά συνέπεια να το προστατέψουμε.
 Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση πρέπει να γίνεται με απλή ορολογία και λόγια που να είναι σε θέση να καταλάβουν. Τα παιδιά εκ φύσεως θέλουν να 'ανακαλύψουν΄το σώμα το δικό τους και των γύρω τους. Παίζουν παιχνίδια στα οποία υποδύονται ρόλους του φύλου, ψηλαφίζουν τα γεννητικά τους όργανα, δείχνουν ενδιαφέρον για την διαδικασία με την οποία γεννιέται ένα μωρό, κλπ. Θα πρέπει επομένως να επενοχοποιήσουμε τον αυτοερωτισμό των παιδιών, κάνοντας σαφές πως η διαδικασία αυτή θα πρέπει να γίνεται αποκλειστικά στον προσωπικό τους χώρο.
Να έχουμε κατά νου πως τα παιδιά αντιλαμβάνονται έτσι και αλλιώς πολλά πράγματα γύρω τους. Εμείς αυτό που θα πρέπει να κάνουμε είναι να τα βοηθήσουμε πληροφορώντας τα σωστά, χωρίς δισταγμό, θυμό, ντροπή ή αίσθηση του 'απαγορευμένου'.

                                                                                                                  Μαρία Κωνσταντινοπούλου

Όρια και παιδιά

Ο ρόλος του γονέα απέναντι στο παιδί του πέρα από τα σημαντικά και βασικά, δηλαδή να προσπαθεί για την ψυχική και σωματική του υγεία και ισορροπία, τα οποία και επιδιώκονται με την ανευ όρων αγάπη, την παροχή ασφάλειας, την δυνατότητα απόκτησης νέων εμπειριών, την ένταξή του σε διάφορες και διαφορετικές ομάδες-πλαίσια, την αναγνώριση και παραδοχή του, την αναγνώριση της προσπάθειάς του και όχι απαραίτητα (όπως συνήθως συμβαίνει) του αποτελέσματος, καθώς και την ενίσχυση της υπευθυνότητάς του, ένα άλλο πολύ σημαντικό είναι η θέσπιση και τήρηση των ορίων!
Με τα παιδιά μας δεν είμαστε φίλοι. Σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονται οι έννοιες ''είμαι κοντά'' με το ''είμαι φίλος'', παρόλο που πολύ συχνά συνχέονται. Η οριοθέτηση της συμπεριφοράς είναι αυτό που κάνει το παιδί να καταλάβει τους κανόνες της οικογένειας, καθώς επίσης και το τι περιμένουν οι άλλοι από αυτό.
Τα όρια στη συμπεριφορά αποτελούν σημαντικότατο στοιχείο στην ανατροφή των παιδιών. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλον με σταθερά όρια, τείνουν να αισθάνονται μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ασφάλεια. Οι γονείς από την άλλη που δεν εφαρμόζουν κανόνες πειθαρχίας μεγαλώνουν παιδιά τα οποία πολλές φορές συμπεριφέρονται προκλητικά δοκιμάζοντας με αυτό τον τρόπο τους γύρω τους και τις αντιδράσεις τους. Για τον λόγο αυτό, κύριο μέλημα θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη της ηθικής αντίληψης και της συναισθηματικής νοημοσύνης των παιδιών που θα τα βοηθήσει να καταλάβουν την σημασία της πρέπουσας συμπεριφοράς ανάλογα με το κάθε πλαίσιο, (οικογενειακό, σχολικό, κλπ). 


                                                                                                                  Μαρία Κωνσταντινοπούλου

Όταν το παιδί λέει ιστορίες της φαντασίας του

-Μαμά, κάθε βράδυ σχεδόν, αργά, πολύ αργά, βλέπω από το παράθυρο την θεία Μαίρη να μιλάει με κάποιον στο πεζοδρόμιο. 

-Το βράδυ στο πεζοδρόμιο? Είναι και ο θείος μαζί της?

-Όχι, ποτέ. Και η θεία πάντα φαίνεται ανχωμένη.  
Τα λόγια αυτά της μικρής Κατερίνας (4,5 ετών) έκαναν τη μαμά της να ρωτήσει όσο πιο διακριτικά μπορούσε την αδερφή της που μένει στον από κάτω όροφο για το τι συνέβαινε. Η θεία έκπληκτη απάντησε πως ποτέ δε συνέβη κάτι τέτοιο. Ύστερα από τρεις μέρες η μητέρα ρώτησε την Κατερίνα εάν ξαναείδε τη θεία.

-Ναι. Και χθες και προχθές τους είδα πάλι. Κάθε βράδυ σου λέω!

Ήταν ξεκάθαρο πως η μικρή έλεγε ψέματα. Το θέμα και ο προβληματισμός της μαμάς της ήταν το ΓΙΑΤΙ..Δεν είχε να κερδίσει κάτι από αυτό..

Θα πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε πως είναι φυσικό να λένε τα παιδιά φανταστικές ιστορίες, ιδίως μέχρι την ηλικία περίπου των 6. Τα πολύ μικρά παιδιά δεν αναγνωρίζουν την διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και τη φαντασία. Φαίνεται επίσης από έρευνες, ότι ένα παιδί προσχολικής ηλικίας με προχωρημένη ευφυΐα και ιδιαίτερα ανεπτυγμένη φαντασία λέει συχνότερα ψέματα από τους συνομηλίκους του. Συχνά λοιπόν εφεύρει έναν δικό του κόσμο, όπου τα πράγματα γίνονται όπως θέλει εκείνο, δίχως περιορισμούς και φραγμούς.
Είναι πολύ φυσιολογικό οι γονείς να αναστατώνονται με τις φανταστικές ιστορίες του παιδιού τους.  Όμως θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί και να βλέπουμε τις καταστάσεις στο σύνολό τους και όχι σαν μεμονωμένα γεγονότα. Δηλαδή, εάν το παιδί μας είναι χαρούμενο και οι σχέσεις που έχει με τους γύρω του είναι λειτουργικές, οι φανταστικές του ιστορίες δεν αποτελούν απαραίτητα κάτι ανησυχητικό. Εξάλλου ο τρόπος που σκεφτόμαστε εμείς οι ενήλικες και επεξεργαζόμαστε τις καταστάσεις και τις νέες ιδέες μας, δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο των παιδιών.
Καλό θα ήταν λοιπόν να περνάμε περισσότερο χρόνο με το παιδί σε τέτοιες περιόδους, μπορούμε να παίζουμε εμείς οι ίδιοι την φανταστική του ιστορία μαζί του εκφράζοντας τα συναισθήματά μας, αλλά και αφήνοντας και το ίδιο να εκφράζεται χωρίς να είμαστε επικριτικοί ή απορριπτικοί.
                                                                                                          

                                                                                                                  Μαρία Κωνσταντινοπούλου

Επιθετικά παιδιά και οικογένεια

Η επιθετικότητα έχει οριστεί ως μία συνεχής διάθεση του ατόμου να εμπλέκεται σε επιθετικές καταστάσεις. Η εμπλοκή του αυτή μπορεί να είναι είτε πραγματική, είτε φαντασιωσική. Η επιθετικότητα αυτή μπορεί να είναι κακοήθης, μπορεί όμως και καλοήθης. Όσο αφορά στο ''καλοήθης'', εννοούμε πως η επιθετικότητα μπορεί να αποτελέσει κινητήριο δύναμη για δημιουργικότητα και πρόοδο του ατόμου. Πρόκειται για την συναισθηματική αντίδραση του ατόμου, η οποία κάνει την εμφάνισή της μετά το πρώτο έτος ζωής του παιδιού, και ουσιαστικά διαφοροποιεί την οργή από τον θυμό που αισθάνεται και που πρωτοεμφανίζεται γύρω στον έκτο μήνα μετά τη γέννησή του. Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η παιδική επιθετικότητα στην ηλικία των 2 ετών είναι μια φυσιολογική εξέλιξη. Πρόκειται για την περίοδο της ανεξαρτητοποίησης όπου το παιδί θεωρεί πως είναι σε θέση να τα καταφέρει μόνο του και βρίσκεται σε μία διαρκή δοκιμασία των ορίων των άλλων.
 
Βασικό στοιχείο της παιδικής επιθετικότητας είναι η θελημένη πρόκληση ζημιάς σε άλλα άτομα. Οι ερευνητές δεν έχουν καταφέρει να διατυπώσουν έναν ολοκληρωμένο ορισμό σχετικά, καθώς οι απόψεις διύστανται σχετικά με την προέλευσή της. 
Πότε όμως η επιθετικότητα που εκδηλώνει ένα παιδί ''ξεφεύγει'' από τα φυσιολογικά όρια και αποτελεί θέμα προς ανησυχία? Θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σχετικά με τη συχνότητα,την  ένταση και τη διάρκεια του φαινομένου, τον βαθμό μίσους και εκδίκησης που εξωτερικεύεται και το κατά πόσο μπορεί το παιδί να έχει αυτοέλενχο σχετικά με την εκδήλωση της επιθετικής του συμπεριφοράς. 

Πώς εκδηλώνεται η επιθετικότητα:

-Εκρήξεις οργής. Κατά βάση παρουσιάζονται μετά από εκνευρισμό και η επιθετικότητα στρέφεται στον εαυτό του.
-Έκφραση μίσους. Κυρίως μετά από συνθήκες απόρριψης το παιδί εξωτερικεύει εκδικητική στάση.
-Πειράγματα. Περιορίζεται στην λεκτική επιθετικότητα.
-Παρανο'ι'κή εχθρότητα. Θεωρεί τους γύρω του εχθρικούς απέναντί του. 
-Ύβρις, ειρωνία. Περιορίζεται στο λεκτικό κομμάτι, και καλό είναι το περιβάλλον να δείχνει αδιαφορία.
-Θεατρινισμοί. Το παιδί προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή των άλλων με αρνητικό τρόπο. 

Τα αίτια της επιθετικότητας είναι πολλά και διαφέρουν. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την επιθετικότητα των γονέων, οι οποίοι αποτελούν πρότυπα προς μίμηση, η υπερβολική αυστηρότητα αυτών, ή η αδιαφορία-απάθεια, οι συχνές τιμωρίες-ποινές των παιδιών οι εντάσεις μέσα στην οικογένεια, η σχέση του ζευγαριού (αφορά και στους διαζευγμένους), το άγχος μέσα στην οικογένεια κ.λ.π.

Οι γονείς θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την επιθετικότητα του παιδιού τους ως εξής:

-Θα πρέπει οι ίδιοι να είναι σταθεροί και να τηρούν τους κανόνες της οικογένειας.
-Να επικρατεί αλληλοσεβασμός και να δίνονται ευκαιρίες έκφρασης.
-Να θέτονται και να τηρούνται τα όρια.
-Να δίνεται στο παιδί χώρος ώστε να ηρεμήσει.
-Όταν το παιδί ξεσπά να είναι σε θέση ο γονιός να το αντιμετωπίσει με σταθερότητα και ηρεμία.
-Να περιορίζεται οποιαδήποτε έκφραση θυμού, απαξίωσης, μείωσης.
-Να θέτονται στόχοι που μπορεί το παιδί να καταφέρει.
-Δεν ενοχοποιούμε το παιδί.
-Οι γονείς  να είναι συνεπείς στις κυρώσεις τους αλλά και στις υποχρεώσεις τους.
-Να συνεργάζονται με τους εμπλεκόμενους στην μαθησιακή διαδικασία του παιδιού και να δείχνουν εμπιστοσύνη σε αυτούς. 
-Τέλος, να δείχνουν αγάπη, στοργή, φροντίδα, προσπαθώντας για μια ομαλή συναισθηματική σχέση.

                                                                                                              
                                                                                                               Μαρία Κωνσταντινοπούλου