Εκπαίδευση για παιδιά με αυτισμό

Σύμφωνα με μελέτες, ένα αυτιστικό παιδί θα πρέπει να ζήσει μια ζωή γεμάτη από ευκαιρίες και εμπειρίες ανταμοιβής. Η γενική εκπαίδευση και η ειδική αγωγή εξ ορισμού αποτελούν και οι δύο τύπους εκπαίδευσης. Η διαφορά έγκειται στο ότι η γενική εκπαίδευση έχει γνώμονα τα τυπικά παιδιά ενώ η ειδική αγωγή ασχολείται με τα άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
Είναι συνήθης μάλιστα ο όρος «παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες». Κατά τα άλλα, και τα δύο μοντέλα εκπαίδευσης έχουν τον ίδιο στόχο. Την  αποκατάσταση δηλαδή όλων των παιδιών και η ισάξια ένταξη τους στην  κοινωνία, επιδιώκοντας μία ισότιμη συμμετοχή στα κοινωνικά δρώμενα, στην απασχόληση και στη ζωή γενικά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Με άλλα λόγια, τη βελτίωση  δεξιοτήτων και ικανοτήτων και την απόκτηση γνώσεων και εμπειριών που απαιτούνται για την ομαλή ένταξη μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, η γενική άποψη ήταν πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να υλοποιηθεί  μέσα σε  δύο χωριστούς κορμούς εκπαίδευσης. Στον τομέα της ειδικής αγωγής και στον τομέα της γενικής εκπαίδευσης. Θεωρούσαν πως έτσι μπορούν να υλοποιήσουν ειδικά προγράμματα, εξειδικευμένο προσωπικό και συγκεκριμένες στρατηγικές και μέσα διδασκαλίας. Είχε ξεκινήσει λοιπόν ένα συγκεκριμένο μοντέλο, με χαρακτηριστικά ιατρικής φύσεως και κλινικό προσανατολισμό και απασχολώντας ως εκπαιδευτές κατά κύριο λόγο γιατρούς.
Το 1978 σημειώθηκαν πολλές και σοβαρές εξελίξεις στην ειδική αγωγή.  Αυτές είναι: α. η αποκατηγοριοποίηση των ΑμΕΔ (άτομα με ειδικές ανάγκες), β. η απενοχοποίηση του παιδιού και η ενοχοποίηση του σχολείου, καθώς επίσης γ. η αντίληψη της σχολικής ενσωμάτωσης. Η διαφοροποίηση αυτή είχε μεγάλο αντίκτυπο στα εκπαιδευτικά συστήματα των περισσοτέρων χωρών της γης και μέχρι σήμερα αποτελούν τις σύγχρονες απόψεις και τάσεις στην ειδική αγωγή.
Την άποψη αυτή υιοθέτησε και ενίσχυσε περισσότερο η UNESCO με τη συνέλευση της Σαλαμάνκα το 1994  και την καθιέρωση του όρου inclusive school – ενιαίο σχολείο ή ένα σχολείο για όλους. Στις μέρες μας γίνεται η χρήση του όρου inclusive education – ενιαία εκπαίδευση. Προκειμένου να εφαρμοστεί αποτελεσματικά κάτι τέτοιο, είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Για να είναι αποτελεσματική η ένταξη των παιδιών με δυσκολίες στις τάξεις του σχολείου γενικής εκπαίδευσης, πρέπει να γίνεται με όρους, να υπάρχουν προϋποθέσεις και να τηρείται η κατάλληλη διαδικασία.
Σωστή αξιολόγηση και επιλογή των παιδιών, τήρηση διαδικασιών και κριτηρίων, κατάλληλες κτιριακές υποδομές, ενημέρωση, επιμόρφωση και ευαισθητοποίηση όλων των φροντιστών, μικρό αριθμό μαθητών ανά δάσκαλο, άρτιο σχολικό εξοπλισμό,  προγράμματα προσαρμοσμένα στις εκάστοτε ανάγκες, εξατομικευμένες μέθοδοι της διδακτικής εργασίας και των θεραπευτικών προγραμμάτων, διαρκή αξιολόγηση της προόδου των παιδιών και ανανέωση των προγραμμάτων. Τα δικαιώματα του κάθε παιδιού πρέπει να γίνονται σεβαστά, αλλά θα πρέπει να γίνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφέρουν και θετικά αποτελέσματα. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως θα πρέπει να γίνει σαφής η  έννοια των ίσων ευκαιριών εκπαίδευσης. Ίση ευκαιρία δεν σημαίνει ίδια. Σημαίνει πως τα τυπικά παιδιά όσο και τα παιδιά με δυσκολίες, έχουν εξίσου τις ίδιες ευκαιρίες ώστε να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν σε  ικανοποιητικά επίπεδα. Για υτό το λόγο είναι προτιμότερο αντί του όρου «ίσες ευκαιρίες» να γίνεται χρήση του όρου «ισότιμες ευκαιρίες»
Για να επιτευχθεί αυτό, γονείς και εκπαιδευτικοί θα πρέπει να εργάζονται έχοντας αυτό ως γνώμονα και να εφεύρουν συμπεριφορές που θα προωθούν τις δεξιότητες του παιδιού. Η παροχή  απλών οδηγιών και μόνο, έχει αποδειχθεί πως οδηγεί σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Οι εκπαιδευτές και οι φροντιστές θα πρέπει να διδάσκονται όλες αυτές τις μεθόδους, προκειμένου να τις εφαρμόζουν με επιτυχία. Θα πρέπει να επιδεικνύουν υπομονή, να δουλεύουν με τις εκφράσεις του προσώπου τους, τον τόνο της φωνής τους, τη συνοχή τους στις διάφορες εργασίες, καθώς και να εφεύρουν διαρκώς ενδιαφέροντες τρόπους για την υποδιαίρεση των εργασιών σε μικρότερα στάδια. Τα ενοχικά συναισθήματα και οι διάφορες σκέψεις φόβου των παιδιών απομακρύνονται όταν οι εκπαιδευτές και οι γονείς τούς συμπεριφέρνονται με ζεστό και φιλικό τρόπο.
Γεγονός είναι ότι δεν είναι δυνατή η χρήση μιας τυποποιημένης εκπαιδευτικής στρατηγικής  που θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική για κάθε αυτιστικό παιδί, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένοι γενικοί κανόνες που ταιριάζουν σχεδόν σε όλα τα παιδιά με αυτισμό.
Μερικά από αυτά τα παιδιά προέρχονται από περιβάλλοντα που παρέχουν υποστήριξη, χρονοδιαγράμματα, προβλεψιμότητα, καθαρότητα, συγκεκριμένους κανόνες ρουτίνας, κλπ, και εκτός από τη συμμετοχή του διδάσκοντος, διεξάγεται ιδιαίτερη γονε’ι’κή συμμετοχή στην προσπάθεια.Σύμφωνα με την Greenway (2000), η Θεραπεία και η Εκπαίδευση των Αυτιστικών και επικοινωνιακά Αναπήρων Παιδιών (TEACCH) περιγράφει τις αυτιστικές κοινωνικές δεξιότητες ως εξής: «… οι κοινωνικές δεξιότητες είναι ένα σύνολο συμπεριφορών, που δρα σε αλληλεπίδραση με άλλες συμπεριφορές, έχουν κοινωνικές αξίες και σχετίζονται με την επιτυχή προσαρμογή τόσο κατά τα σχολικά χρόνια όσο και κατά την ενηλικίωση» . Αυτό το πρόγραμμα δίνει έμφαση στη χρήση δομημένων μεθόδων διδασκαλίας, και την ύπαρξη κατάλληλου  περιβάλλοντος που να βοηθάει τα παιδιά να κατανοούν τον κόσμο. Κάτι τέτοιο τα κάνει να ενεργούν με έναν πιο ανεξάρτητο τρόπο, και σε συνδυασμό με το «start-to-finish boxes» και τα προγράμματα διδασκαλίας, τα αυτιστικά παιδιά μπορούν να αντικαταστήσουν τις ελλιπείς δεξιότητές τους μέσω της οπτικής υποστήριξης.
Ένα άλλο βοηθητικό πρόγραμμα, είναι το Young Autism Program (YAP), το οποίο διαρκεί περίπου 40 ώρες την εβδομάδα και στόχος του είναι να διδάξει τις δεξιότητες εκείνες που είναι πολύ σημαντικές για την αυτιστική καθημερινότητα.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί το πρόγραμμα αυτό, προέρχονται από την  συμπεριφοριστική ανάλυση, όπως για πχ τη θετική ενίσχυση και διάφορες στρατηγικές διδασκαλίας.. Άλλες μελέτες έδειξαν ότι ο ενθουσιασμός των εκπαιδευτικών έχει θετικό αποτέλεσμα στα παιδιά. Αργότερα όμως, όταν διεξήχθησαν μελέτες μεταξύ των αυτιστικών, η μέθοδος αυτή έδειξε να έχει αρνητικές συνέπειες για αυτούς. Επεσήμανε ότι τα αυτιστικά παιδιά προτιμούν να αποφεύγουν τις κοινωνικές καταστάσεις και τη φυσική εγγύτητα περισσότερο από τα τυπικά παιδιά, και επομένως  μπορεί ακόμη και να απειλούνται μέσα σε τέτοιου είδους  καταστάσεις. Επιπλέον, αισθάνονται πολύ πιο άνετα όταν δεν προσελκύουν την προσοχή των εκπαιδευτικών, αντ ‘αυτού προτιμάνε να εργάζονται ανεξάρτητα και αυτόνομα.
Εκτός από τις παραδοσιακές εκπαιδευτικές μεθόδους, μια άλλη ισχυρή μέθοδος για τα παιδιά με αυτισμό είναι το παιχνίδι. Μέσα από αυτό αναπτύσσουν δεξιότητες που βρίσκουν εφαρμογή σε άλλους τομείς της ζωής τους, όπως της επικοινωνίας, της αισθητηριακής επεξεργασίας και της αμοιβαιότητας. Μέσα από το παιχνίδι έχουν την ευκαιρία να έρθουν πιο κοντά στο δάσκαλο μέσω ενός πιο ενδιαφέροντα τρόπου, και να αναπτύξουν τις θετικές εμπειρίες του παιχνιδιού τους σε μια ποικιλία άλλων τομέων. Θα ήταν μια συναρπαστική διαδρομή για τα παιδιά, αν το παιχνίδι μπορούσε να γίνει μέρος της καθημερινής εκπαίδευσης, καθώς και ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής τους στο σπίτι.

Μαρία Κωνσταντινοπούλου
Share on print

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου